διεκκύπτω

διεκκύπτω
διεκκύπτω (Α) [εκκύπτω]
σκύβω προς τα έξω (για να δω).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κύπτω — (AM κύπτω) κλίνω το κεφάλι ή και το σώμα προς τα εμπρός και κάτω, γέρνω, σκύβω, καμπουριάζω (α. «έκυπτε, πνίγουσα τους λυγμούς της επί τού λίκνου», Παπαδ. β. «κάτω ἀεὶ βλέποντες καὶ κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας», Πλατ.) νεοελλ. φρ. α) «δεν… …   Dictionary of Greek

  • συνδιεκκύπτω — Μ σκύβω προς τα έξω για να δω μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διεκκύπτω «σκύβω προς τα έξω για να δω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”